ξεσέρνω

ξεσέρνω
(αόρ. (ε)ξέσυρα, παθ. αόρ. (ε)ξεσύρθηκα) 1. μετ.
1) передвигать; отодвигать; тащить; 2) смывать почву (о реке, потоке); 2. αμετ. 1) уходить; выходить; ξέσυρε και συ λιγάκι από το σπίτι να πάρεις αέρα выходи из дома подышать немного свежим воздухом; 2) посторониться, отодвинуться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεσέρνω" в других словарях:

  • ξεσέρνω — και ξεσούρνω 1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω 2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι») 4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες 5. (για ποταμό) παρασύρω τα …   Dictionary of Greek

  • ξεσέρνω — ξέσυρα, ξεσύρθηκα 1. μτβ., μετακινώ κάτι σέρνοντάς το: Μην ξεσέρνεις τα πόδια σου. 2. αμτβ., μετακινούμαι: Είναι βαριά η ντουλάπα και δεν ξεσέρνει. 3. απομακρύνω: Καιτην ξεσέρνει ανίδεη στης θάλασσας τα βάθη (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσούρνω — βλ. ξεσέρνω …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»